- βρῦν
- βρῦνdrinkneut acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρυν — (Α βρῡν) επιφώνημα νηπίων όταν διψούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ονοματοποιημένη] … Dictionary of Greek
βρύκω — και βρύχω (Α) 1. μασώ με θόρυβο 2. τρώω λαίμαργα 3. δαγκώνω 4. κομματιάζω, κατασπαράζω 5. τρίζω τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βάση των βρύκω και βρύχω θεωρείται το εκφραστικό στοιχείο βρυ , που απαντά ίσως και στα βρυν, βρύχιος, βρυχώμαι. Εάν γίνει… … Dictionary of Greek
βρύλλω — (Α) (για νήπιο) φωνάζω ζητώντας να πιω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρυν* + (επίθημα) λλ , που οφείλεται σε εκφραστικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek